Ἀτιλίου

Ἀτιλίου
Ἀτίλιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισόγυνος — μισόγυνος, ον (ΑΜ) μισογύνης (το αρσ. ως κύριο όν.) Μισόγυνος τίτλος θεατρικού έργου τού Ρωμαίου Ατιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γυνος (< γυνή), πρβλ. φιλό γυνος] …   Dictionary of Greek

  • Γουέστ, Μπέντζαμιν — (Benjamin West, Σπρίνγκφιλντ, Πενσιλβάνια 1738 – Λονδίνο 1820). Αμερικανός ζωγράφος. Θεωρείται ο παλαιότερος σημαντικός ζωγράφος ιστορικών πινάκων. Από την παιδική του ηλικία άρχισε να διακρίνεται ως προσωπογράφος, πρώτα στη Φιλαδέλφεια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”